συμπαρατρέχω

From LSJ
Revision as of 22:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρατρέχω Medium diacritics: συμπαρατρέχω Low diacritics: συμπαρατρέχω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: symparatréchō Transliteration B: symparatrechō Transliteration C: symparatrecho Beta Code: sumparatre/xw

English (LSJ)

run alongside with, Plu.Cat.Ma.5, Arat.7.

German (Pape)

[Seite 985] (s. τρέχω), mit, zugleich nebenher laufen, Plut. Cat. mai. 5.

French (Bailly abrégé)

courir ensemble à côté de.
Étymologie: σύν, παρατρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρατρέχω meerennen naast, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρατρέχω: бежать рядом (τινί Plut.).

Greek Monolingual

Α
(κυριολ. και μτφ.) τρέχω μαζί με κάποιον ή με κάτι, τρέχω παράλληλα με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέχω «συνοδεύω»].

Greek Monotonic

συμπαρατρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, τρέχω μαζί με κάποιον, στο πλάι του, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρατρέχω: παρατρέχω, δηλ. τρέχω ὁμοῦ ἐκ παραλλήλου μετά τινος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 5. κτλ.

Middle Liddell

fut. -δρᾰμοῦμαι
to run along with, Plut.