σύμπολλοι
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
αι, α, many together, Pl.Alc.1.114c, Plt.261e, al.
French (Bailly abrégé)
αι, α;
plusieurs ensemble.
Étymologie: σύν, πολύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμπολλοι -αι -α [σύν, πολύς] velen bij elkaar, velen tezamen.
Russian (Dvoretsky)
σύμπολλοι: αι, α многие в совокупности, множество: ἕνα κατὰ μόνας πείθειν καὶ ξυμπόλλους Plat. убеждать каждого в отдельности и всех вместе.
Greek Monolingual
-αι, -α, Α
πολλοί μαζί.
Greek Monotonic
σύμπολλοι: -αι, -α, πολλοί μαζί, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπολλοι: -αι, -α, πολλοὶ ὁμοῦ, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 114Β, Πολιτ. 261Ε, κ. ἀλλ.