γεώργημα
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ατος, τό, in plural, operations of husbandry, Pl.Lg.674c.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
plu. cultivos, trabajos de agricultura τακτὰ δὲ τά τ' ἄλλ' ἂν εἴη γεωργήματα y los restantes cultivos estarían reglamentados Pl.Lg.674c, τὰ τῶν ἀνθρώπων γεωργήματα Epiph.Const.Haer.52.1.2.
German (Pape)
[Seite 488] τό, beackertes Land, im plur. Plat. Legg. II, 674 c.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεώργημα -ατος, τό γεωργέω landbouwproduct; plur.. γεωργήματα landbouwproductie Plat. Lg. 674c.
Russian (Dvoretsky)
γεώργημα: ατος τό обрабатываемая земля Arst.
Greek (Liddell-Scott)
γεώργημα: τό, κεκαλλιεργημένη γῆ, Πλάτ. Νόμ. 674C.
Greek Monolingual
το (AM γεώργημα) γεωργώ
ο καλλιεργημένος αγρός
αρχ.-μσν.
1. ο καρπός της γης
2. πληθ. η συγκομιδή
αρχ.
πληθ. οι γεωργικές ασχολίες.