γεώργημα

From LSJ
Revision as of 11:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεώργημα Medium diacritics: γεώργημα Low diacritics: γεώργημα Capitals: ΓΕΩΡΓΗΜΑ
Transliteration A: geṓrgēma Transliteration B: geōrgēma Transliteration C: georgima Beta Code: gew/rghma

English (LSJ)

ατος, τό, in plural, operations of husbandry, Pl.Lg.674c.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
plu. cultivos, trabajos de agricultura τακτὰ δὲ τά τ' ἄλλ' ἂν εἴη γεωργήματα y los restantes cultivos estarían reglamentados Pl.Lg.674c, τὰ τῶν ἀνθρώπων γεωργήματα Epiph.Const.Haer.52.1.2.

German (Pape)

[Seite 488] τό, beackertes Land, im plur. Plat. Legg. II, 674 c.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεώργημα -ατος, τό γεωργέω landbouwproduct; plur.. γεωργήματα landbouwproductie Plat. Lg. 674c.

Russian (Dvoretsky)

γεώργημα: ατος τό обрабатываемая земля Arst.

Greek (Liddell-Scott)

γεώργημα: τό, κεκαλλιεργημένη γῆ, Πλάτ. Νόμ. 674C.

Greek Monolingual

το (AM γεώργημα) γεωργώ
ο καλλιεργημένος αγρός
αρχ.-μσν.
1. ο καρπός της γης
2. πληθ. η συγκομιδή
αρχ.
πληθ. οι γεωργικές ασχολίες.