μυριοπληθής
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
ές, infinite in number, countless, E.IA571 (lyr.), Anaxandr.41.9 (anap.); στρατός Hld.9.3.
German (Pape)
[Seite 219] ές, von unzähliger Menge, unzählig; κόσμος, Eur. I. A. 571; Pol. 37, 3, 8 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
innombrable, qui se manifeste sous des formes ou en des occasions innombrables.
Étymologie: μυρίος, πλῆθος.
Russian (Dvoretsky)
μῡριοπληθής: бесчисленный в своих проявлениях, бесконечно разнообразный (κόσμος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μῡριοπληθής: -ές, ἀναρίθμητος, πολυπληθής, Εὐρ. Ι. Α. 572, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 9.
Greek Monolingual
μυριοπληθής, -ές (Μ)
άπειρος ως προς το πλήθος, πολυπληθής, αναρίθμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -πληθής (< πλήθος)].
Greek Monotonic
μυριοπληθής: -ές (πλῆθος), άπειρος ως προς τον αριθμό, σε Ευρ.