σύναψις

From LSJ
Revision as of 15:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναψις Medium diacritics: σύναψις Low diacritics: σύναψις Capitals: ΣΥΝΑΨΙΣ
Transliteration A: sýnapsis Transliteration B: synapsis Transliteration C: synapsis Beta Code: su/nayis

English (LSJ)

εως, ἡ, A = συναφή, contact, Arist.Ph.227a15, Metaph.1069a9, LI971b22, Thphr.Sens.73; ἡ σ. αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν Pl.Tht. 195d: pl., Id.Ti.40c, Plu.2.558f, etc.; dub. in Heraclit.10. II point or line of junction, τῶν πλευρῶν Arist.Mech.854b39; τῆς θερμαστρίδος ib.854a23; τοῦ ἥπατος τῇ μεγάλῃ φλεβί Id.PA667b8; τῆς ἀορτῆς (sc. τῷ πλεύμονι) Id.HA513b13. III in concrete sense, union, cluster (of stars), Id.Mete.343b8. 2 enumeration of misdeeds, deeds, PFlor.295.7 (vi A.D.). IV league, LXX 3 Ki.16.20, 4 Ki. 10.34.

German (Pape)

[Seite 1006] ἡ, Verbindung, ἐν τῇ συνάψει αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν, Plat. Theaet. 195 c.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de joindre, liaison, union.
Étymologie: συνάπτω.

Russian (Dvoretsky)

σύναψις: εως ἡ
1) соприкосновение, соединение, сочетание, связь (Arst., Plut.; ἡ σ. τινος πρός τι Plat.);
2) собрание, скопление (sc. τῶν ἀστέρων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σύναψις: ἡ, = συναφή, συνάφεια, σύνδεσις, ἕνωσις, ἐπαφή, Ἀριστ. Φυσ. 5. 3, 7, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 12, 14· ἡ σ. τινος πρός τι Πλάτ. Θεαίτ. 195C· ― ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 40C, Πλούτ., κλπ. 2) ὁ τοῦ γάμου δεσμός, Θεόδ. Στουδ. σ. 13Ε. ΙΙ. τὸ σημεῖον ἢ ἡ γραμμὴ τῆς ἑνώσεως, ἡ σ. τῶν στιγμῶν Ἀριστ. π. Ἀτόμ. Γραμμ. 46· τῶν πλευρῶν ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. 23, 5· τῆς θερμαστρίδος αὐτόθι 21, 2· τοῦ ἥπατος τῇ μεγάλῃ φλεβὶ ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 32· τῆς ἀορτῆς (δηλ. τῷ πλεύμονι) ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 14. ΙΙΙ. ὡς συγκεκριμένον, ἕνωσις, συλλογὴ (ἐπὶ ἀστέρων), ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 6, 11. IV. Σύνδεσμος, συνεννόησις, Ἑβδ. (Γ΄ Βασ. ΙϚ΄, 20).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύναψις -εως, ἡ [συνάπτω] verbinding, contact; astrol. conjunctie.