τράμις

From LSJ
Revision as of 16:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τράμις Medium diacritics: τράμις Low diacritics: τράμις Capitals: ΤΡΑΜΙΣ
Transliteration A: trámis Transliteration B: tramis Transliteration C: tramis Beta Code: tra/mis

English (LSJ)

[ᾰ] (not found in gen. sg.), ἡ, the perineum or line which divides the scrotum and runs on to the breech, Archil.195, Hippon. 84, Ar.Th.246, Ruf.Onom.101, Luc.Lex.2:—the acc. τράμιν has a long ι, if Hippon. l.c. is sound; the acc. τράμην in EM763.56 is f.l. for τράμιν, cf. Sch.Luc.p.191 R.

German (Pape)

[Seite 1134] ἡ, der enge Raum zwischen den Beinen, vom After bis zur Schaam, sonst ὄῤῥος u. περίναιον; accus. τράμιν; Ar. Th. 246; Medic.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
acc. ιν;
le périnée.
Étymologie: DELG pas d'étym. claire.

Russian (Dvoretsky)

τράμις: εως (ᾰ) ἡ анат. промежность Arph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τράμις: ἡ, τὸ περίνεον, μεταξὺ τοῦ πρωκτοῦ καὶ τῶν αἰδοίων μέρος, πρβλ. ὑπόταυρον, Ἀρχίλ. 184, Ἀριστοφ. Θεσμ. 246, Λουκ. Λεξιφ. 2· ― καὶ τράμη, Ἱππῶν. 81. ― Πρβλ. Foës O. con. Hipp. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τράμις· τὸ τρῆμα τῆς ἕδρας, ὁ ὄρρος. τινὲς ἔντερον. οἱ δὲ ἰσχίον».

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α
1. το μεταξύ του πρωκτού και του αιδοίου τμήμα, το περίνεο
2. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ τρῆμα τῆς ἕδρας»
β) «ὁ ὄρρος»
γ) «τινὲς ἔντερον»
δ) «ἰσχίον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή της λ. στη ρίζα τών τείρω, τετραίνω, τόρμος παραμένει ανεπιβεβαίωτη].

Frisk Etymology German

τράμις: {trámis}
Grammar: f.
Meaning: der enge Raum zwischen den Beinen vom After bis zur Scham, das Perineum (Archil., Hippon., Ar., Ruf., Luk.), nach H. = τὸ τρῆμα τῆς ἕδρας, ὁ ὄρρος. τινὲς ἔντερον, οἱ δὲ ἰσχίον.
Derivative: Dazu διάτραμις = λισπόπυγος (Stratt.).
Etymology: Schwundstufiges Verbalnomen mit μι-Suffix neben dem hochstufigen τόρμος mit μο-Suffix; zu τείρω, τετραίνω.
Page 2,917