ἀέριος

From LSJ
Revision as of 17:04, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀέριος Medium diacritics: ἀέριος Low diacritics: αέριος Capitals: ΑΕΡΙΟΣ
Transliteration A: aérios Transliteration B: aerios Transliteration C: aerios Beta Code: a)e/rios

English (LSJ)

[ᾱ], α, ον, also ος, ον; Ion. ἠέριος, η, ον (q.v.): (ἀήρ):—A misty, σκότον E.Ph.1534. II in the air, high in air, κρότον ποδῶν Id.Tr.546; of the air, aerial, opp. χθόνιος, Id.Fr.27; πῦρ Hp.Vict.1.10; αἰτίαι ἀ., title of work by Democr.; opp. ὑπόγειος, PMag.Lond.121.893; ἀ. φύσις Arist.Mu.392b14; ζῷα ib.398b33; γένος Pl.Epin.984e; τὰ ἀ. Luc.Prom.Es 6. Adv. -ως Iamb.Myst.1.9. III wide as air, infinite, ἄμμου μέγεθος ἀ. D.S.1.33, cf. 5.42. b indefinite, vain, futile, Phld.Vit.p.9J., Ir.p.79 W.; ἐπιζήτησις Id.Sign.21.

German (Pape)

[Seite 42] ον, luftig, γένος, von Dämonen, Plat. Epin. 984 d; φύσις Arist. mund. 3; ζῶα, in der Luft lebend, ibd. 5. Bei Dichtern nebelig, s. ἠέριος; – μέγεθος ἀέριον D. Sic. 1, 33, groß, wie die Luft, aber v.l. ἄπειρον.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
épq. et ion. ἠέριος;
enveloppé des brouillards du matin.
Étymologie: ἀήρ, ion. ἠήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀέριος: (ᾱ), эп.-ион. ἠέριος 2 и 3
1) воздушный (φύσις, ζῷα Arst., Plut., Luc.; γένος, sc. τῶν δαιμόνων Plat.);
2) туманный (γᾶ sc. Αἰγύπτου Aesch.): ἀέριον σκότον ὄμμασι βαλών Eur. набросив на глаза (свои) темный туман, т. е. ослепив себя;
3) поднятый: ἀ. κρότος ποδῶν Eur. топот поднимающихся (при пляске) ног; ἠερίη πέτρα Anth. уходящая ввысь скала;
4) окутанный (предрассветным) туманом, утренний: ἦλθον ἠέριοι Hom. они пришли на рассвете;
5) уходящий в туманную даль, т. е. бескрайний: ἄμμου μέγεθος ἀέριον Diod. бесконечные пески.

Greek (Liddell-Scott)

ἀέριος: [ᾱ], -ον, καὶ -α, -ον, Ἰων. ἠέριος, -η, -ον, (ὃ ἴδε) (ἀήρ). Ὁ ἐν τῇ «ομίχλῃ ἢ ἐν τῷ πυκνῷ ἀέρι τῆς πρωΐας, Εὐρ. Φοίν. 1534. ΙΙ. ἐν τῷ ἀέρι, ὑψηλὰ ἐν τῷ ἀέρι, Εὐρ. Τρῳ. 546· ἐναέριος, κατ’ ἀντίθ. τῷ χθόνιος, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 27· φύσις, Ἀριστ. Κόσμ. 3. 4· ζῷα, αὐτόθι 6. Λουκ. Προμ. 6· ἀέριον γένος, Πλάτ. Ἐπινομὶς 984D. -Ἐπίρρ. -ως, Ἰάμβλ. περὶ Μυστ. ΙΙΙ. εὐρύς, ἀπέραντος ὡς ἀήρ, ἄπειρος, Διόδ. 1. 33, κτλ.

Greek Monotonic

ἀέριος: [ᾱ], -ον, επίσης , -ον· Ιων. ἠέριος, , -ον (ἀήρ
I. αυτός που βρίσκεται στην πρωινή ομίχλη, πάχνη ή τον πυκνό αέρα του πρωινού, σε Ευρ.
II. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, ψηλά στον αέρα, στον ίδ.

Middle Liddell

[ἀήρ]
I. in the mist or thick air of morning, Eur.
II. in the air, high in air, Eur.