ἀμετροεπής

From LSJ
Revision as of 17:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετροεπής Medium diacritics: ἀμετροεπής Low diacritics: αμετροεπής Capitals: ΑΜΕΤΡΟΕΠΗΣ
Transliteration A: ametroepḗs Transliteration B: ametroepēs Transliteration C: ametroepis Beta Code: a)metroeph/s

English (LSJ)

ές, unbridled of tongue, Il.2.212, Ph. 1.616.

Spanish (DGE)

-ές
1 de pers. deslenguado, sin mesura en el hablar Tersites Il.2.212, cf. Man.4.563, Poll.6.146
neutr. subst. τὸ ἀμετροεπές = charlatanería διὰ τὸ λάλον καὶ ἀμετροεπές Ph.1.616.
2 de palabras desmesurado ἄκοσμοι καὶ ἀ. ... φωναί Ph.1.693.

German (Pape)

[Seite 123] Hom. einmal, Iliad. 2, 212 Θερσίτης δ' ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα, ὅς ῥ' ἔπεα φρεσὶν ᾑσιν ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη, μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν; der dritte Vers erklärt das ἄκοσμα des zweiten, der zweite das ἀμετροεπής des ersten; also = maßlos im Reden, viel u. unziemlich schwatzend.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui bavarde sans mesure.
Étymologie: ἄμετρος, ἔπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετροεπής: не в меру болтливый (Θερσίτης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετροεπής: -ές, ἄμετρος ἐν τῷ λέγειν, ἀχαλίνωτος τὴν γλῶσσαν, φλύαρος, Ἰλ. Β. 212.

English (Autenrieth)

(ϝέπος): of unmeasured speech, Il. 2.212†.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμετροεπής)
αυτός που δεν έχει μέτρο στο λέγειν, φλύαρος, αθυρόστομος, αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμετρος + -επής < ἔπος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμετροέπεια].

Greek Monotonic

ἀμετροεπής: -ές (ἔπος), αχαλίνωτος στη γλώσσα, ακατάσχετος στα λόγια, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἄμετρος, ἔπος
unmeasured in words, Il.