ἀνήλιος
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
Dor. ἀνάλιος, ον, without sun, unsunned, sunless, of the nether world, A.Th.859 (lyr.); μυχοί, δνόφοι, Id.Pr.453, Ch.51(lyr.); φυλλάς S.OC676 (lyr.); λιβάς E.Andr.534 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀνάλιος A.Th.859, E.Alc.437, Io 500
I 1no soleado, no iluminado por el sol del Hades χέρσος A.l.c., cf. E.HF 607
•de cuevas y lugares subterráneos ἄντρων μυχοί A.Pr.453, ἄντρα E.Io l.c.
•de las antorchas de las Euménides, A.Eu.386
•de la tierra τῆς γῆς ἀνήλιον μέρος Plu.2.330d, χωρίον Luc.Nec.9.
2 sombrío οἶκος E.Alc.l.c., Gal.13.778, δόμοι E.Alc.852, λιβάς E.Andr.534.
II que quita el sol φυλλάς S.OC 676.
German (Pape)
[Seite 229] ohne Sonne, schattig, dunkel, μυχοὶ ἄντρων Aesch. Prom. 451; δνόφος Ch. 50; λάμπη Eum. 365; φυλλάς Soph. O. C. 682; λιβάς Eur. Andr. 535; Luc. Necyom. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans soleil, sombre.
Étymologie: ἀ, ἥλιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήλιος: дор. ἀνάλιος 2 (ᾱλ)
1) неозаряемый солнцем, бессолнечный, мрачный (μυχοὶ ἄντρων Aesch.; λιβας Eur.; τῆς γῆς μέρος Plut.; χωρίον Luc.);
2) темный, тенисстый (φυλλάς Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήλιος: Δωρ. -άλιος, ον, ὁ ἄνευ ἡλίου, ὃν δὲν βλέπει ὁ ἥλιος, σκιερός, σκοτεινός, ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, Αἰσχύλ. Θ. 859· μυχοί, δνόφοι ὁ αὐτ. Πρ. 453, Χο. 51· φυλλὰς Σοφ. Ο. Κ. 676· λιβὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 534.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀνήλιος, -ον)
αυτός που δεν τον βλέπει ο ήλιος, σκιερός, σκοτεινός.
Greek Monotonic
ἀνήλιος: Δωρ. -άλιος, -ον, ανήλιαγος, σκιερός, σε Τραγ.
Middle Liddell
without sun, sunless, Trag.