ἀνδρηλάτης

From LSJ
Revision as of 18:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρηλᾰτης Medium diacritics: ἀνδρηλάτης Low diacritics: ανδρηλάτης Capitals: ΑΝΔΡΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: andrēlátēs Transliteration B: andrēlatēs Transliteration C: andrilatis Beta Code: a)ndrhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ον, ὁ, he that drives one from his home, dub.l. in A.Th.637, cf. Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
el que expulsaEteocles a Polinices, A.Th.637 (cód.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 217] ὁ, Aesch. Spt. 619, der in die Verbannung jagt.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui chasse un homme de ses foyers, qui bannit un homme (en punition d'un crime de sang).
Étymologie: ἀνήρ, ἐλαύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρηλάτης: ου ὁ карающий изгнанием Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἀποδιώκων τινὰ ἀπὸ τῆς ἑστίας αὐτοῦ, ἰδίως ὁ ἐκδικητής τοῦ αἵματος, ἐν περιπτώσει φόνου, Αἰσχύλ. Θ. 637, πρβλ. Ρουγκ. Τίμ., Μυλλ. Εὐμεν. § 44.

Greek Monolingual

ἀνδρηλάτης, ὁ (Α)
1. αυτός που διώχνει τους άνδρες από το σπίτι τους
2. μτφ. τιμωρός, εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνήρ, ἀνδρός + -ηλάτης (< ἐλαύνω «διώχνω»).
ΠΑΡ. ἀνδρηλατῶ].

Greek Monotonic

ἀνδρηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀνήρ, ἐλαύνω), αυτός που αποδιώχνει κάποιον από την οικία του, εκδικητής του αίματος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἀνήρ, ἐλαύνω
he that drives one from home, the avenger of blood, Aesch.