ἀπορηματικός
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ή, όν, A = ἀπορητικός, S.E.P.1.221, v.l. in Gal. Nat.Fac.2.9. 2 expressive of doubt, of particles, D.T.642.26, A.D. Conj.258.15. Adv. -κῶς S.E.M.8.1.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que duda de pers., op. δογματικός S.E.P.1.221 (cj.), cf. Gal.2.127 (ap. crít., cf. ἀπορητικός)
•αἵρεσις Elias 109.28.
2 gram. que expresa duda, interrogativo σύνδεσμος D.T.642.26, A.D.Coni.258.15, Gramm.Pap.2.110, 118, Sch.Er.Il.1.219a.
German (Pape)
[Seite 321] zweifelhaft, streitig. – Adv. -ικῶς, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορημᾰτικός:
1) Sext. = ἀπορητικός;
2) грам. вопросительно-сомнительный, дубитативный (о частицах типа ἆρα, μῶν и т. п.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορηματικός: -ή, -όν, = ἀπορητικός, Σέξτ. Ἐμπ. 1. 221: ὁ ἐκφράζων ἀπορίαν, ἀμηχανίαν, «ἀεὶ πάντα τὰ ἀπορηματικὰ ὑποτακτικῶς ἐκφέρονται, οἷον, τί χρήσωμαι… πῇ τράπωμαι;» Ἐτυμολ. Μ. 414. 55, «κατ’ ἐρώτησιν ἀπορηματικοῦ τύπου» Φωτ. Ἐπιστ. κ. 187, 4., 188, 8· ἐν τῇ γραμμ. ἀπορηματικοὶ σύνδεσμοι, ὡς, ἆρα, μῶν, κλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀπορηματικός, -ή, -όν)
1. αυτός που δηλώνει απορία ή αμηχανία
2. γραμμ. «ἀπορηματικὲς προτάσεις» — οι ερωτηματικές προτάσεις του ευθέος ή του πλάγιου λόγου, με τις οποίες εκφράζεται απορία ή ζητείται γνώμη για το τι πρέπει να γίνει.