ἔφαλμος
From LSJ
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
English (LSJ)
ον, steeped in brine, salted, βρώματα Plu.2.687d: ἔφαλμα, ατος, τό, in Thphr.CP5.9.6, is prob. corrupt.
German (Pape)
[Seite 1112] in Salzwasser, ἅλμη, eingelegt, marinirt, βρώματα Plut. Symp. 6, 2, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
conservé dans la saumure.
Étymologie: ἐπί, ἅλμη.
Russian (Dvoretsky)
ἔφαλμος: сохраняемый в рассоле, соленый (βρώματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔφαλμος: -ον, ἁλμυρός, ἐφάλμων βρωμάτων Πλούτ. 2. 687D· - ἔφαλμα, τό, ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 6, εἶναι ἐφθαρμένον.
Greek Monolingual
έφαλμος, -ον (Α)
ποτισμένος με άλμη, αλατισμένος, αλμυρός («ἔφαλμα βρώματα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅλμη (< ἅλς «θάλασσα»)].