ὑπεξελαύνω
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
drive away secretly or gradually, Hdt.4.120 (where τὰς ἀγέλας or τὰ βοσκήματα must be supplied): intr., march away, ib.130.
German (Pape)
[Seite 1188] (s. ἐλαύνω), darunter heraustreiben, gew. intrans., wobei man ἑαυτόν, ἅρμα, ἵππον u. dgl. ergänzt, darunter herausfahren, marschiren, bes. sich allmälig zurückziehen, Her. 4, 120, wo aber Andere τὰ βοσκήματα ergänzen, die Heerden allmälig zurücktreiben.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés.
1 bouleverser, détruire;
2 intr. s'éloigner peu à peu.
Étymologie: ὑπό, ἐξελαύνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεξελαύνω: медленно отходить, отступать Her.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξελαύνω: ἐλαύνω ἔξω κρυφίως ἢ κατὰ μικρόν, κατ’ ὀλίγον, Ἡρόδ. 4. 120 (ἔνθα νοητέον τὰς ἀγέλας ἢ τὰ βοσκήματα) ἀλλ’ ἀμεταβ., ἀπέρχομαι, ἀποσύρομαι, αὐτόθι 130.
Greek Monolingual
Α ἐξελαύνω
1. οδηγώ έξω κρυφά ή σιγά σιγά
2. (αμτβ.) απέρχομαι, αποσύρομαι.
Greek Monotonic
ὑπεξελαύνω: μέλ. -ελῶ, απομακρύνομαι σταδιακά, σε Ηρόδ.