τριοττίς

From LSJ
Revision as of 16:43, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριοττίς Medium diacritics: τριοττίς Low diacritics: τριοττίς Capitals: ΤΡΙΟΤΤΙΣ
Transliteration A: triottís Transliteration B: triottis Transliteration C: triottis Beta Code: triotti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, necklace with three pendants like eyes (cf. τρίγληνος), Hdn.Gr.1.104, Eust.976.36; Dim. τριόττιον, τό, ibid.:— a form τριόττης, ὁ, is also cited in Phot. and EM766.33; and τριοπίς or τρίοπις by Poll.5.98, Sch.BT Il.14.183, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τριοττίς: -ίδος, ἡ, κυρίως τριόφθαλμος, ὄνομα πόρπης ἢ κοσμήματος (πρβλ. τρίγληνος), Εὐστ. 976, 36, Ἀρκάδ.· ὑποκορ. τριόττιον, τό, Εὐστ. αὐτόθι· - ὡσαύτως μνημονεύεται ὁ τύπος τριόττης, ὁ, παρὰ Φώτ. καὶ τῷ Ἐτυμ. Μεγ.· καὶ τριοπὶς παρὰ Πολυδ. Ε΄, 98. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριοπίς· τριόφθαλμος. ἔνιοι ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι. καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς».

Greek Monolingual

-ίδος ή Μ
περιτραχήλι ή σκουλαρίκι με τρεις οπές ή με τρεις πολύτιμους λίθους σε σχήμα οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὄσσε, τώ «τα δυο μάτια» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφίς). Ο τ. εμφανίζει τα χαρακτηριστικά στην αττ. -ττ- αντί τών -σσ- (πρβλ. πλήσσω: πλήττω)].

Frisk Etymology German

τριοττίς: {triottís}
See also: s. ὄσσε.
Page 2,933

German (Pape)

ίδος, ἡ, ein Ohr-, Halsgeschmeide mit drei daran hangenden Bommeln, VLL Vgl. τρίγληνος. Es scheint ursprünglich ein Wort mit τριοπίς zu sein; es wird auch die Form τριόττης angeführt. Man vgl. das äol. ὄττε, ὄττις, für ὄσσε, ὄψις.