δευσοποιός

From LSJ
Revision as of 13:20, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δευσοποιός Medium diacritics: δευσοποιός Low diacritics: δευσοποιός Capitals: ΔΕΥΣΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: deusopoiós Transliteration B: deusopoios Transliteration C: defsopoios Beta Code: deusopoio/s

English (LSJ)

όν, (δεύω A) A deeply dyed, fast, of colours, δ. γίγνεται τὸ βαφέν Pl.R.429e, cf.Alex.141.9, D.Chr. 77.4; δ. σπάργανα Diph.72.2; δ. φάρμακα Luc.Im.16; δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael.NA16.1: metaph., δόξα δ. Pl.R.430a; πονηρία Din.2.4; δέος Plu.Alex.74. Adv. δευσοποιῶς Simp.in Cat.253.28. 2 title of play by Apollod. Gel., Suid. 3 = βαφεύς, Hsch.

Spanish (DGE)

-όν
I 1tintóreo φάρμακα Trag.Adesp.441, Luc.Im.16, cf. Plu.2.488b, τέχνη Plu.2.990b.
2 teñido de telas σπάργανα Diph.73.2
de los colores teñidos fijo, indeleble δευσοποιὸν γίγνεται τὸ βαφέν Pl.R.429e, cf. Alex.145.9, D.Chr.77/78.4, χρόα δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael.NA 16.1, ἡ βαφή Plu.2.779c, Gr.Nyss.Eun.3.7.24, οὐ γὰρ οὕτως δευσοποιοῦ βαφῆς μεταλαμβάνει ῥᾳδίως ὕφασμα pues no adquiere tan fácilmente una tela un color indeleble Gr.Naz.M.35.420B, cf. Origenes Comm.in Rom.4.15-17 (p.360), Gr.Nyss.Or.Catech.27.3
fig. δόξα δ. opinión imborrable, indeleble Pl.R.430a, πονηρία Din.2.4, δέος Plu.Alex.74, δ. ἔρως amor fuertemente arraigado D.C.79.15.4, cf. Synes.Ep.43.
II subst. ὁ δ. tintorero Hsch., Moer.113, Basil.Gent.2
como tít. de una comedia de Apolodoro Gelo, Sud.s.u. Ἀπολλόδωρος.
III adv. δευσοποιῶς = indeleblemente δ. ... ἐνεγένετο τὸ πάθος Simp.in Cat.253.28.

German (Pape)

[Seite 552] färbend, bes. ächt, unauslöschlich, nach VLL. ἔμμονον καὶ δυσαπόπλυτον; ὁ, der Färber, VLL., βαφή, dauerhafte Farbe; δευσοποιῷ χρώζομεν Alexis Ath. III, 124 a (v. 9), was vorher ζυμὸν μέλανα μηχανώμεθα heißt; vgl. Diphil. bei Harpocr.; χρόα δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael. H. A. 16, 1; φάρμακα Ruhnk. zu Tim. p. 76; τὸ βαφέν Plat. Rep. IV, 429 e, übertr., δόξα IV, 430 a; πονηρία Din. 2, 4, nach Bekk., was B. A. 237 ἔμμονος, ἀνίατος erkl. wird; δέος Plut. Alex. 74.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui sert à teindre, qui teint;
2 teint ; indélébile, ineffaçable.
Étymologie: δεύω, ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δευσοποιός -ον [δεύω, ποιέω] kleur-echt:; δευσοποιοῖς... φαρμάκοις met kleurechte verf Luc. 43.16; overdr.: ἵνα δευσοποιός... ἡ δόξα γίγνοιτο opdat hun mening niet verbleekt Plat. Resp. 430a.

Russian (Dvoretsky)

δευσοποιός: δεύω I]
1 прочно окрашенный, невыцветающий, нелиняющий (τὸ βαφέν Plat.);
2 хорошо красящий, нелиняющий (φάρμακον Plut., Luc.);
3 прочный, устойчивый, долговечный (δόξα Plat.);
4 неизгладимый, несмываемый (κηλίς Plut.);
5 непреодолимый (δέος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δευσοποιός: -όν, (δεύω) ὁ βαθέως βάπτων, ἀνεξιτήλως βάπτων, ἀνεξίτηλος, ἐπὶ χρωμάτων, δ. γίγνεται τὸ βαφὲν Πλάτ. Πολ. 429Ε· δ. φάρμακα Λουκ. Εἰκόν. 16· δ. καὶ δυσέκνιπτος Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 16. 1· – μεταφ., δόξα δ. Πλάτ. Πολ. 430Α· πονηρία Δείναρχ. 105. 23· πρβλ. Ruhnk Τίμ.

Greek Monolingual

ο (Α δευσοποιός, -όν)
ο βαφέας
αρχ.
Ι. 1. (για χρώμα) ο ανεξίτηλος, αυτός που χρωματίζει βαθιά
2. έντονος, ισχυρός («ἵνα δευσοποιὸς αὐτῶν ἡ δόξα γίγνοιτο»)
II. επίρρ. δευσοποιῶς
1. (για βαφή) ανεξίτηλα
2. ανεξάλειπτα, αλησμόνητα.

Greek Monotonic

δευσοποιός: -όν (δεύω, ποιέω), διαποτισμένος, ανεξίτηλα βαμμένος, λέγεται για χρώματα, σε Πλάτ., Λουκ.

Middle Liddell

δεύω, ποιέω
deeply dyed, ingrained, fast, of colours, Plat., Luc.

English (Woodhouse)

fast-dyed, of colours, of dyes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

dyer

Albanian: bojaxhi; Arabic: صَبَّاغ‎, صَبَّاغَة‎; Armenian: ներկարար; Belarusian: фарбавальшчык, фарбавальшчыца; Bulgarian: бояджия, бояджийка; Catalan: tintorer; Czech: barvíř, barvířka, barvič, barvička; Dutch: verver; Esperanto: kolorigisto; Finnish: värjäri; French: teinturier, teinturière; Galician: tintureiro; German: Färber, Färberin; Ancient Greek: ἁλουργός, βαλαυστιουργός, βάπτρια, βαφεύς, βάφισσα, δευσοποιός, ἰνδικοπλάστης, κογχιστής, ῥεγεύς, ῥεγιστήρ, ῥεγιστής, ῥηγεύς, ῥογεύς, χρωματουργός; Hindi: रंगरेज़; Hungarian: kelmefestő; Irish: clódóir, ruaimneoir; Latin: tinctor, infector; Macedonian: бојаџија; Maori: kaitāwai; Polish: farbiarz, farbiarka, barwiarz, barwiarka; Portuguese: tintureiro; Romanian: vopsitor, vopsitoare, boiangiu; Russian: красильщик, красильщица; Slovak: farbiar, farbiarka; Spanish: tintorero, tintorera; Turkish: boyacı; Ukrainian: фарбар, фарбарка, красильник, красильниця, фарбувальник, фарбувальниця; Welsh: lliwydd