κηριάζω
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
spawn, of the purple-fish (πορφύρα), whose spawn is like a honeycomb (κηρίον), Arist.HA546b25, GA761b32.
German (Pape)
[Seite 1433] einer Honigwabe ähnlich sein od. ähnlich machen, Arist. H. A. 5, 15 gen. an. 3, 15.
Russian (Dvoretsky)
κηριάζω:
1 быть похожим на пчелиные соты Arst.;
2 выделять сотообразную жидкость Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κηριάζω: ἐπὶ τῶν ὀστρακοδέρμων, κυρίως δὲ τῆς πορφύρας καὶ τῶν κηρύκων, ἐκχέω τὰ ᾠά μου ἐν εἴδει γλισχρότητος μυξώδους: «αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῦ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς ταὐτό, ποιοῦσι τὴν καλουμένην μελίκηραν, τοῦτο δ’ ἔστιν οἷον κηρίον, πλὴν οὐχ οὕτω γλαφυρόν, ἀλλ’ ὥσπερ ἂν εἰ ἐκ λεπυρίων ἢ ἐρεβίνθων λευκῶν πολλὰ συμπλακεῖεν» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4, π. Ζ. Γεν. 3. 11, 12 καὶ 14.
Greek Monolingual
κηριάζω (Α) κηρίον
(για το ψάρι πορφύρα, του οποίου τα αβγά μοιάζουν με κηρήθρα) γεννώ αβγά όμοια με κηρήθρα.