νοτίζω

From LSJ
Revision as of 15:03, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοτίζω Medium diacritics: νοτίζω Low diacritics: νοτίζω Capitals: ΝΟΤΙΖΩ
Transliteration A: notízō Transliteration B: notizō Transliteration C: notizo Beta Code: noti/zw

English (LSJ)

A moisten, water, A. Fr.44, Ar.Th.857:—Pass., to be wetted or wet, Heraclit. 126, Pl.Ti. 74c, A.R.1.1005, AP7.26 (Antip. Sid.), Str.4.4.1; perspire, Gal.18 (2).6, al.; νενοτισμένα οἴνῳ εἴρια Hp.Fract.29; νενοτισμένα χεῖτε δάκρυα wet tears, AP12.92 (Mel.); νενοτ. γῆ Arist.Mu.394b14. II intr., to be wet, νοτιζούσης τῆς γῆς Id.Mete.361b2; [ὁ νότος] νοτίζειν ποιεῖ τὸ θέρος Id.Pr.942a14. 2 = οὐρέω, Heliod. ap. Orib.50.9.12. 3 perspire, Agathin. ap. eund.10.7.22.

French (Bailly abrégé)

1 tr. mouiller, humecter;
2 intr. être humide.
Étymologie: νότος.

Russian (Dvoretsky)

νοτίζω:
1 увлажнять, орошать, смачивать (Αἰγύπτου πέδον Arph.); pass. быть влажным, течь, струиться (νοτιζομένη νοτίς Plat.; νενοτισμένα δάκρυα Anth.);
2 быть влажным (νοτιζούσης τῆς γῆς Arst.): ῥανίδες νοτίζουσαι Plut. капли влаги; θέρος νοτίζον Arst. дождливое лето.

Greek (Liddell-Scott)

νοτίζω: μέλλ. -ίσω, (νότος) ὑγραίνω, βρέχω, Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 41, Ἀριστοφ. Θεσμ. 857. - Παθ., ὑγραίνομαι, βρέχομαι, Πλάτ. Τίμ. 74C. Ἀνθ. Π. 7. 26· νενοτισμένῳ οἴνῳ εἴρια Ἱππ. Ἀγμ. 770· νενοτισμένα χεῖτε δάκρυα, ὑγρὰ δάκρυα, Ἀνθολ. Π. 12. 92, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 11. ΙΙ. (νότος) ἀμεταβ., εἶμαι ὑγρός, νοτιζούσης τῆς γῆς ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 4, 21· [ὁ Νότος] νοτίζειν ποιεῖ τὸ θέρος ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 26. 16, 2.

Greek Monolingual

(ΑΜ νοτίζω) νότος
καθιστώ κάτι υγρό ή νοτερό, υγραίνω, διαβρέχω
2. καθίσταμαι υγρός, διαβρέχομαι («ο τοίχος νότισε»)
3. ουρώ («το μωρό νότισε το στρώμα»)
αρχ.
ιδρώνω.

Greek Monotonic

νοτίζω: (νότος), μέλ. -ίσω, υγραίνω, βρέχω — Παθ., υγραίνομαι ή γίνομαι υγρός, βρέχομαι, σε Πλάτ., Ανθ.

Middle Liddell

νοτίζω, νότος
to wet:—Pass. to be wetted or wet, Plat., Anth.

German (Pape)

benetzen, anfeuchten; Aesch. frg. 36; νοτισθέντα ξύλα, Ap.Rh. 1.1005; a. sp.D., νενοτισμένα χεῖτε δάκρυα, Mel. 4 (XII.921; selten in Prosa. νοτιζομένην νοτίδα, Plat. Tim. 74d. – Auch intr., feucht sein, Plut. plac.phil. 3.5; und mit νότος zusammenhangend, θέρος νοτίζον, Sommer mit feuchtem Südwinde, Arist. Probl. 26.16.