ὑλώδης

From LSJ
Revision as of 18:55, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλώδης Medium diacritics: ὑλώδης Low diacritics: υλώδης Capitals: ΥΛΩΔΗΣ
Transliteration A: hylṓdēs Transliteration B: hylōdēs Transliteration C: ylodis Beta Code: u(lw/dhs

English (LSJ)

[ῡ], ες. A woody, wooded, νῆσος Th.4.8,29; πάγος S.Ichn. 215; ὄρος, λόφος, Dicaearch.2.1, Plu.Marc.29; ὁδοί Onos.6.7: τὰ ὑλώδη wooded ground, opp. τὰ ψιλά, X.Cyn.5.7. II turbid, muddy, ὕδωρ Dsc.5.81; ποταμός, λίμναι, ῥεῖθρον, Plu.Pyrrh.21, Sull.20, Brut. 51: metaph., βίος David Proll.79.3: cf. ὕλη IV. 1.

German (Pape)

[Seite 1177] ες, 1) holzig, waldig; Thuc. 4, 29; τόπος, Pol. 3, 18, 10. – 2) = ἰλυώδης, unrein, schlammig, s. Schaef. Greg. p. 555 u. vgl. ὑλίζω.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 boisé, couvert de forêts;
2 plein de lie, bourbeux.
Étymologie: ὕλη, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ὑλώδης: (ῡ)1 лесистый (νῆσος Thuc.; λόφος Plut.);
2 мутный, илистый (λίμνη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑλώδης: -ες, (εἶδος) δασώδης, ὑπὸ δάσους κεκαλυμμένος, νῆσος Θουκ. 4. 8, 29· λόφος, ὄρος Πλούτ., κλπ.· τὰ ὑλώδη, τόποι δασώδεις, ὑπὸ δασῶν κεκαλυμμένοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ψιλά, Ξεν. Κυν. 5. 7. ΙΙ. θολός, πηλώδης, ὕδωρ, οἶνος Διοσκ. 5. 87· ποταμός, λίμνη, ῥεῖθρον Πλουτ. Πύρρ. 21, Σύλ. 20, Βροῦτ. 51. ἀλλ’ ἴδε ὕλη IV.

Greek Monolingual

-ες / ὑλώδης, -ῶδες, ΝΑ ύλη
ο καλυμμένος από δάσος, σύδενδρος, δασώδηςὑλώδης τε καὶ ἀτριβὴς πᾶσα ὑπ' ἐρημίας ἦν», Θουκ.)
αρχ.
1. υλικός
2. ο γεμάτος ιλύ, πηλώδης, θολός («πρὸς χωρία δύσιππα καὶ ποταμὸν ὑλώδη καὶ τραχύν», Πλούτ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑλώδη
τόποι καλυμμένοι από δάση.

Greek Monotonic

ὑλώδης: [ῦ], -ες (εἶδος),
I. δασωμένος, ξυλώδης, δασώδης, σε Θουκ.· τὰ ὑλώδη, δασώδεις περιοχές, σε Ξεν.
II. θολός, λασπώδης, λασπωμένος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὑλ-ώδης, ες εἶδος
I. woody, wooded, Thuc.; τὰ ὑλώδη wooded ground, Xen.
II. turbid, muddy, Plut.

English (Woodhouse)

well-timbered

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)