πιθηκοφόρος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον, branded with the mark of an ape, Luc.Pisc.47.
German (Pape)
[Seite 614] affentragend, Luc. Pisc. 47.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
avec une figure de singe ou affublé d'une peau de singe.
Étymologie: πίθηκος, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιθηκοφόρος -ον [πίθηκος, φέρω] het teken van een aap dragend.
Russian (Dvoretsky)
πῐθηκοφόρος: досл. несущий обезьяну, перен. с признаками обезьяны Luc.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φέρει χαραγμένο το σήμα πιθήκου («ὄψει τοὺς πολλοὺς αὐτῶν ἀλωπεκίας ἤ πιθηκοφόρους», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + -φόρος (< φέρω)].
Greek Monotonic
πῐθηκοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά πίθηκο, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθηκοφόρος: -ον, ὁ φέρων πίθηκον, Λουκ. Ἀλ. 47.