κενεόφρων

From LSJ
Revision as of 13:57, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενεόφρων Medium diacritics: κενεόφρων Low diacritics: κενεόφρων Capitals: ΚΕΝΕΟΦΡΩΝ
Transliteration A: keneóphrōn Transliteration B: keneophrōn Transliteration C: keneofron Beta Code: keneo/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, empty-minded, δῆμος Thgn.233; μῦθος, αὖχαι, Simon.75, Pi.N.11.29:—also κενόφρων, βουλεύματα A. Pr.762.

German (Pape)

[Seite 1416] ονος, leeres, eitles Sinnes; δῆμος Theogn. 233. 847; αὖχαι Pind. N. 11, 29; sp. D.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l'esprit vain.
Étymologie: κενεός, φρήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενεόφρων -ον ook κενόφρων [κενεός, φρήν] leeghoofdig, dwaas.

Russian (Dvoretsky)

κενεόφρων: 2, gen. ονος тщеславный, пустой (αὖχαι Pind.).

English (Slater)

κενεόφρων empty minded ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον (N. 11.29) κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν (sc. φθόνον) fr. 212.

Greek Monolingual

κενεόφρων, -ον (Α)
αυτός που ματαιοφρονεί, ο ματαιόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ε)ο- (βλ. κενο-) + -φρων (< φρήν, -ενός «μυαλό, καρδιά»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν- (πρβλ. κρατερόφρων, ταπεινόφρων)].

Greek Monotonic

κενεόφρων: -ον (φρήν), ματαιόφρων, σε Θέογν., Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κενεόφρων: -ον, μάταια φρονῶν, ματαιόφρων, κ. δῆμος Θέογν. 233, Σιμων. 75· κ. αὖχαι Πινδ. Ν. 11. 38·- οὐδ. κενεόφρονα φῦλα Ἀπολλιν. ἐν Παλ. Διαθ.

Middle Liddell

φρήν
empty-minded, Theogn., Pind.