πολυκρατής

From LSJ
Revision as of 14:00, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυκρᾰτής Medium diacritics: πολυκρατής Low diacritics: πολυκρατής Capitals: ΠΟΛΥΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: polykratḗs Transliteration B: polykratēs Transliteration C: polykratis Beta Code: polukrath/s

English (LSJ)

ές, very mighty, Μοῖρα B.8.15; ἀραὶ φθιμένων (leg. τεθυμένων) A.Ch.406 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 665] ές, sehr mächtig, Aesch. Ch. 400.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très puissant, tout-puissant.
Étymologie: πολύς, κράτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκρατής -ές [πολύς, κράτος] zeer machtig.

Russian (Dvoretsky)

πολυκρᾰτής: могущественный (ἀραὶ φθινομένων Aesch.).

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει μέγα κράτος, πολύ ισχυρή δύναμη (α. «πολυκρατής Μοῖρα», Βακχ.
β. «πολύκρατεῖς ἀραὶ φθινομένων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρατής (< κράτος, τὸ, «δύναμη, εξουσία»), πρβλ. μεγαλο-κρατής].

Greek Monotonic

πολυκρᾰτής: -ές (κράτος), πολύ ισχυρός, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκρᾰτής: -ές, λίαν ἰσχυρός, κραταιός, ἀραὶ φθιμένων Αἰσχύλ. Χο. 496. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 121.

Middle Liddell

πολυ-κρᾰτής, ές κράτος
very mighty, Aesch.