συσκοπέω
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
contemplate along with or together, τὸν λόγον Pl.Phd. 89a; τὰ λεγόμενα Id.La.197e: fut. συσκέψομαι Hdn.1.17.7: pf. part. Pass. συνεσκεμμένα Iamb.Protr.21. λά.
German (Pape)
[Seite 1042] auch συσκοπέομαι, mit, zugleich, zusammen besehen, betrachten, Plat. Phaed. 89 a Lach. 197 e, nur praes. u. impf. Vgl. συσκέπτομαι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et impf.
considérer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, σκοπέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συσκοπέω [σύν, σκοπέω] samen beschouwen.
Russian (Dvoretsky)
συσκοπέω: вместе рассматривать, сообща исследовать (τὰ λεγόμενα Plat.).
Greek Monotonic
συσκοπέω: μέλ. -σκέψομαι, θεωρώ, παρατηρώ από κοινού, συσκέπτομαι, συνεξετάζω, συνεκτιμώ, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
συσκοπέω: θεωρῶ, ἐξετάζω, παρατηρῶ μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνεξετάζω, τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδων 89Α· τὰ λεγόμενα ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 197Ε· μέλλ. συσκέψομαι, Ἡρῳδιαν. 1. 17· - ἐνεστ. συσκέπτομαι, Σύμμ. ἐν Παλ. Διαθ.
Middle Liddell
fut. -σκέψομαι
to contemplate along with or together, Plat.