ἡμερολεγδόν

From LSJ
Revision as of 10:41, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερολεγδόν Medium diacritics: ἡμερολεγδόν Low diacritics: ημερολεγδόν Capitals: ΗΜΕΡΟΛΕΓΔΟΝ
Transliteration A: hēmerolegdón Transliteration B: hēmerolegdon Transliteration C: imerolegdon Beta Code: h(merolegdo/n

English (LSJ)

Adv., (λέγω) A bycount of days, A.Pers.63(anap.); λογεῦσαι PRev.Laws4.1 (iii B.C.); in the form of a diary, ἡ. perscripta omnia, Cic.Att.4.15.3. 2 to the very day, Arist.HA575a27.

German (Pape)

[Seite 1166] nach Tagen gezählt, Tag für Tag, Aesch. Pers. 63 (wo ἡμερόλεγδον geschrieben); auf den Tag zutreffend, Arist. H. A. 6, 21.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en comptant jour par jour;
2 au jour dit, exactement.
Étymologie: ἡμέρα, λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερολεγδόν: adv.
1 считая (в нетерпении) дни Aesch.;
2 в точно высчитанный день: δέκα μῆνας ἡ. Arst. ровно через десять месяцев.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερολεγδόν: ἐπιρρ. (λέγω) δι’ ἀριθμήσεως τῶν ἡμερῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 63· ἀκριβῶς, κατὰ τὴν ὡρισμένην ἡμέραν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 21, 3.

Greek Monolingual

ἡμερολεγδόν (Α)
επίρρ.
1. με αρίθμηση τών ημερών
2. με μορφή ημερολογίου
3. σε συγκεκριμένη μέρα, ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -λεγ-δόν (< λέγ-ω), πρβλ. δια-λεγ-δόν].

Greek Monotonic

ἡμερολεγδόν: (λέγω), επίρρ., μέσω της αρίθμησης των ημερών, με το μέτρημα των ημερών, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λέγω
by count of days, Aesch.