λυγόω
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
A tie fast, ἱμάντι κατ' αὐχένος ἅμμα AP9.150 (Antip.); ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθείς APl.1.15. II bend, overpower, Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φρένα AP5.216 (Paul. Sil.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 plier, courber;
2 lier.
Étymologie: λύγος.
German (Pape)
biegsam machen, biegen, flechten; ἅμμα λυγώσας Antip.Sid. 94 (IX.150); ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθείς Ep.adesp. 412 (Plan. 15).
Russian (Dvoretsky)
λῠγόω:
1 завязывать (ἅμμα Anth.);
2 связывать, опутывать (φρένα τινός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λῠγόω: δένω σφιγκτῶς, στερεῶς, ἱμάντι κατ’ αὐχένος ἅμμα Ἀνθ. Π. 9. 150· ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθεὶς Ἀνθ. Πλαν. 15. ΙΙ. κάμπτω, καταβάλλω, δαμάζω, Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φένα Ἀνθ. Π. 5. 217.
Greek Monotonic
λῠγόω: μέλ. λυγώσω, δένω σφιχτά, γερά, σε Ανθ.