ὠτοθλαδίας

From LSJ
Revision as of 13:03, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠτοθλᾰδίας Medium diacritics: ὠτοθλαδίας Low diacritics: ωτοθλαδίας Capitals: ΩΤΟΘΛΑΔΙΑΣ
Transliteration A: ōtothladías Transliteration B: ōtothladias Transliteration C: otothladias Beta Code: w)toqladi/as

English (LSJ)

ου, ὁ, = ὠτοκάταξις, D.L.5.67.

German (Pape)

ὁ, = ὠτοκαταξίας, DL. 5.67.

Russian (Dvoretsky)

ὠτοθλᾰδίᾱς: ου ὁ θλάω кулачный боец со сплюснутыми (от получения ударов) ушами Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ὠτοθλᾰδίας: -ου, ὁ, ὠτοκάταξις, Διογέν. Λαέρτ. 5. 67.

Greek Monolingual

και ὠτοκλαδίας, ὁ, Α
ὠτοκάταξις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + θλαδίας (< θλῶ «συντρίβω, τσακίζω»), ενώ ο τ. ὠτο-κλαδίας από το ρ. κλῶ «σπάω» (πρβλ. κλάδος)].