βραχυκατάληκτος

From LSJ
Revision as of 16:24, 1 December 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠκᾰτᾰ́ληκτος Medium diacritics: βραχυκατάληκτος Low diacritics: βραχυκατάληκτος Capitals: ΒΡΑΧΥΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: brachykatálēktos Transliteration B: brachykatalēktos Transliteration C: vrachykataliktos Beta Code: braxukata/lhktos

English (LSJ)

βραχυκατάληκτον,
A ending in a short syllable, A.D.Pron.50.24, Arc.192.20. Adv. βραχυκαταλήκτως = with the final syllable short, f.l. for βραχυπαραλήκτως (with short penult), Sch.Ar.Pl.1057, = Suid. s.v. παιδιά.
II βραχυκατάληκτον μέτρον = metre which is short by a foot, Heph.4.4, Aristid.Quint. 1.23:—hence βραχυκαταληκτέω = end in a short syllable, Sch.Ar.Ra.317:—Subst. βραχυκαταληξία, ἡ, final short, Heph. Poëm.5.

Spanish (DGE)

-ον
I 1prosod., de palabras que termina en sílaba breve Tyrannio 3, A.D.Adu.150.20, 156.13, Pron.50.24, 81.8, Coni.253.2, Arc.192.20, Sch.Er.Il.1.565, 3.426, Eust.1148.49.
2 métr. al que le falta un pie de dos sílabas de metros, Heph.4.3, Aristid.Quint.46.12, Sch.Ar.Ra.316, Pl.1042.
II adv. βραχυκαταλήκτως = con la última sílaba breve Sch.Ar.Pl.1056, Sud.s.u. παιδία.

German (Pape)

[Seite 462] mit einer kurzen Sylbe endigend, Gramm.; häufiger, um einen Fuß zu kurz sein, μέτρα Arist. Quint. u. A.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχυκατάληκτος: стих.
1 оканчивающийся коротким слогом;
2 меньший на одну стопу, усеченный (μέτρον).

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠκατάληκτος: -ον, ὁ κατὰ ἕνα πόδα βραχύς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1043, κτλ.· -ἐντεῦθεν –ληκτέω, οὕτω καταλήγω, Σχόλ. εἰς Βατρ. 317· καὶ οὐσιαστ. –ληξία, ἡ, ὅτανστίχος εἶνε βραχὺς κατὰ ἕνα πόδα, Ἰωάν. Ἀλεξ. σ. 21. Πρβλ. καταληκτικός, ὑπερκατάληκτος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ βραχυκατάληκτος, -ον)
νεοελλ.
(για λέξη) αυτή που λήγει σε βραχεία συλλαβή
(αρχ. -μσν.) (για μέτρο ή στίχο) αυτός που είναι ελλιπής κατά τον τελευταίο πόδα.