μελῳδέω
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
chant, sing, Ar.Av.226, 1381, Th.99:—Pass., to be chanted, τὰ ῥηθέντα ἢ μελῳδηθέντα Pl.Lg.655d, cf. Chamael. ap. Ath. 14.620c; to be set to music, Cleanth. ap. Phld.Mus.p.98 K.; τὰ μελῳδούμενα διαστήματα used in music, Plu.2.1019a.
German (Pape)
[Seite 129] singen; Ar. Av. 227; pass., τὰ ῥηθέντα ἢ μελῳδηθέντα, Plat. Legg. II, 655 d; μελῳδηθῆναι οὐ μόνον τὰ Ὁμήρου ἀλλὰ καὶ τὰ Ἡσιόδου, Ath. XIV, 620 b; auch μελῳδοῦσιν αὐλοί, S. Emp. adv. mus. 18.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 chanter;
2 avoir en usage pour chanter : τὰ μελῳδούμενα διαστήματα PLUT les intervalles usités en musique.
Étymologie: μελῳδός.
Russian (Dvoretsky)
μελῳδέω: петь, распевать (παῦσαι μελῳδῶν Arph.). τὰ ῥηθέντα ἢ μελῳδηθέντα Plat. то, что говорится, или то, что поется; τὰ μελῳδούμενα διαστήματα Plut. музыкальные интервалы.
Greek (Liddell-Scott)
μελῳδέω: ὡς καὶ νῦν, ᾄδω μελῳδικῶς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 226, 1382, Θεσμ. 99· - Παθ., ψάλλομαι, ψαλμῳδοῦμαι, τὰ ῥηθέντα ἢ μελῳδηθέντα Πλάτ. Νόμ. 655D, πρβλ. Ἀθήν. 620C· τὰ μελῳδούμενα διαστήματα, τὰ ἐν χρήσει ἐν τῇ μουσικῇ, Πλούτ. 2. 1019Α.
Greek Monotonic
μελῳδέω: τραγουδώ, ψάλλω, σε Αριστοφ.