θειλόπεδον
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
τό, sunny spot in the vineyard where grapes were dried, Od.7.123, AP6.169, 9.586 (Comet.), Sch.E.Or.1492; θειλοπέδου τρόπον Dsc.1.32; v. εἱλόπεδον.
German (Pape)
[Seite 1191] τό, der den Sonnenstrahlen (εἵλη) ausgesetzte Platz, wo man Etwas trocknen kann, Trockenplatz; bei Hom. nur Od. 7, 123, ἀλωῆς ἕτερον μὲν θειλόπεδον λευρῷ ἐνὶ χώρῳ τέρσεται ἠελίῳ, wo die Trauben trocknen in der Sonne; vgl. Ep. ad. 130 (VI, 169); Ἠχὼ γὰρ δήεις τοῖσδ' ἐνὶ θειλοπέδοις Comet. 3 (IX, 586); bei Diosc., wie es scheint, auch geflochtene Gestelle zum Trocknen der Trauben.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
endroit où l'on fait sécher (les raisins) au soleil.
Étymologie: pê pour θ' εἱλόπεδον = τὸ εἱλόπεδον, de εἱλη, πέδον.
Russian (Dvoretsky)
θειλόπεδον: τό площадка для солнечной сушки (преимущ. винограда) Hom., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
θειλόπεδον: τό, (εἵλη) ἐν Ὀδ. Η. 123, εὐήλιον μέρος ἐν τῷ ἀμπελῶνι, ἐφ’ οὗ αἱ σταφυλαὶ ἐξηραίνοντο καὶ ἐγίνοντο σταφίδες, «λιάστρα», ἴδε Nitzsch, καὶ πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 169., 9. 586, Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
drying-place, a sunny spot in the vineyard where grapes were dried, Od. 7.123†.
Greek Monolingual
θειλόπεδον, τὸ (Α)
τόπος εκτεθειμένος στις ακτίνες του ηλίου, στον οποίο ξηραίνονταν τα σταφύλια και γίνονταν σταφίδες, η λιάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θειλόπεδον προήλθε από την λ. ειλόπεδον (< είλη «το θάλπος του ηλίου» + -πεδον < πέδον, πρβλ. δάπεδον), με λανθασμένη ανάγνωση του ομηρ. στίχου αλωή... / της έτερον μεν θ' ειλόπεδον... / τέρσεται ηελίῳ (Οδ. η 123)].
Greek Monotonic
θειλόπεδον: τό (εἵλη), ευήλιο, ηλιόλουστο μέρος μέσα στο αμπέλι, πάνω στο οποίο τοποθετούνταν τα σταφύλια για να αποξηρανθούν προκειμένου να γίνουν σταφίδα, σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
See also: s. εἱλόπεδον.
Middle Liddell
θειλό-πεδον, ου, τό, εἵλη
a sunny spot in the vineyard, on which the grapes were suffered to dry, so as to make raisins, Od.
Frisk Etymology German
θειλόπεδον: {theilópedon}
Grammar: n.
Meaning: Platz zum Trocknen in der Sonne
See also: s. εἱλόπεδον.
Page 1,657