ὑπεκδέχομαι

From LSJ
Revision as of 12:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκδέχομαι Medium diacritics: ὑπεκδέχομαι Low diacritics: υπεκδέχομαι Capitals: ΥΠΕΚΔΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: hypekdéchomai Transliteration B: hypekdechomai Transliteration C: ypekdechomai Beta Code: u(pekde/xomai

English (LSJ)

have under oneself, of a cow, μαστῷ πόρτιν ὑ., of a calf at the udder, AP9.722 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 1185] (s. δέχομαι), unter sich nehmen; πόρτιν μαστῷ, von der Kuh, unter sich am Euter haben, Ep. ad. 221 (IX, 722).

French (Bailly abrégé)

recevoir sous.
Étymologie: ὑπό, ἐκδέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκδέχομαι: принимать под, т. е. подпускать или подводить (πόρτιν μαστῷ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκδέχομαι: δέχομαι ὑποκάτω μου, ἐπὶ ἀγελάδος, πόρτιν μαστῷ ὑπ., δέχομαι μόσχον ὑποκάτω μου εἰς τὸν μαστόν, Ἀνθ. Π. 9. 722.

Greek Monolingual

Α
δέχομαι από κάτω μου («δάμαλις... μαστῷ πόρτιν ὑπεκδέχεται», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκδέχομαι «παραλαμβάνω, δέχομαι, αναλαμβάνω ευθύνη»].

Greek Monotonic

ὑπεκδέχομαι: αποθ., δέχομαι από κάτω μου, λέγεται για αγελάδα, πόρτιν μαστῷ ὑπεκδέχεται, δέχεται, έχει ένα μοσχαράκι κάτω από τον μαστό της, σε Ανθ.

Middle Liddell


Dep. to have under one, of a cow, πόρτιν μαστῷ ὑπ. to have a calf under her udder, Anth.