βαθύβουλος

From LSJ
Revision as of 13:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθῠβουλος Medium diacritics: βαθύβουλος Low diacritics: βαθύβουλος Capitals: ΒΑΘΥΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: bathýboulos Transliteration B: bathyboulos Transliteration C: vathyvoulos Beta Code: baqu/boulos

English (LSJ)

ον, deep-counselling, φροντίς A.Pers.142 (lyr.).

Spanish (DGE)

(βᾰθύβουλος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que reflexiona profundamente φροντίς A.Pers.142.

German (Pape)

[Seite 424] φροντίς, von tiefer Einsicht, Aesch. Pers. 138.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux pensées profondes.
Étymologie: βαθύς, βουλή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθύβουλος -ον βαθύς, βουλή met diepe overweging.

Russian (Dvoretsky)

βαθύβουλος: глубокомысленный, проницательный (φροντίς Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

βαθύβουλος: -ον, ἔχων βαθείας βουλάς, Αἰσχ. Πέρσ. 142.

Greek Monolingual

βαθύβουλος, -ον (Α)
βαθυστόχαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -βουλος < βουλή < βούλομαι «επιθυμώ μετά από σκέψη, στοχάζομαι» (πρβλ. επίβουλος, σύμβουλος)].

Middle Liddell

βουλή
deep-counselling, Aesch.