δολιχοδρόμος

From LSJ
Revision as of 13:12, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐχοδρόμος Medium diacritics: δολιχοδρόμος Low diacritics: δολιχοδρόμος Capitals: ΔΟΛΙΧΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: dolichodrómos Transliteration B: dolichodromos Transliteration C: dolichodromos Beta Code: dolixodro/mos

English (LSJ)

ον, competitor in the long race, running the long course, running the δόλιχος, Pl.Prt.335e, X.Smp.2.17:—Aeol. and Dor. δολιχαδρόμος, IG12(2).388 (Mytilene), CIG 2758 (Aphrodisias), IG5(1).19 (Sparta).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): δολιχα- IG 12(2).388 (Mitilene), 5(1).19.6 (Esparta)
I 1de pers., esp. de atletas corredor del δόλιχος o carrera de fondo Ἐργοτέλει Ἱμεραίῳ δολιχοδρόμῳ Pi.O.12 tít., οἱ δολιχοδρόμοι τὰ σκέλη μὲν παχύνονται X.Smp.2.17, cf. Pl.Prt.335e, Lg.822b, Arr.Epict.3.23.2, Plu.2.486b, Dem.6, Philostr.Gym.11, 32, op. σταδιεύς Them.Or.15.196a, δ. παῖς IG 5(1).19.6 (Esparta I/II d.C.), δὶς δ. IG 12(2).388 (Mitilene II d.C.), ἀνὴρ δ. corredor adulto de la carrera de larga distancia, IAphrodisias 3.52.3.2 (imper.), cf. ISmyrna 667.10 (III d.C.), IEphesos 1609.2 (imper.).
2 de anim. que corre largas distancias del caballo libio, Eutecnius C.Par.13.19.
II carrera de fondo, Zetes ... dolichodromo (vicit) Hyg.Fab.273.

German (Pape)

[Seite 654] den Dolichos laufend: Plat. Prot. 835 e; Xen. Symp. 2, 17 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fournit la course du long stade.
Étymologie: δολιχός, δραμεῖν.

Russian (Dvoretsky)

δολιχοδρόμος:долиходром, участник большого пробега Xen., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχοδρόμος: -ον, ὁ τρέχων τὸν δόλιχον, ὡς τὸ σταδιοδρόμος, Πλάτ. Πρωτ. 335Ε, Ξεν. Συμπ. 2, 17· δολιχαδρόμος ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2758· - δολιχοδρομεύς, ὁ, Ἐπιγρ. Amer. Inst. 3. 292.

Greek Monolingual

ο (Α δολιχοδρόμος, -ον και δολιχοδρομεύς, ο)
αγωνιστής δολίχου.

Greek Monotonic

δολῐχοδρόμος: -ον (δόλιχος, ὁ, δραμεῖν), αυτός που τρέχει σε μακρύ δρόμο, διαδρομή, δρομέας δολίχου, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

δολῐχο-δρόμος, ον adj δόλιχος
running the long course, Plat., Xen.

English (Woodhouse)

long-distance runner

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού τρέχει μακρύ δρόμο). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις: δόλιχος (=μακρύς δρόμος) + δραμεῖν τοῦ τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.