θεατής
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
English (LSJ)
Ion. θεητής, οῦ, ὁ, (θεάομαι) one who sees or goes to see, τῆς χώρης Hdt.3.139, cf. E. Ion301; in the theatre, spectator, Ar.Nu.575, al.; θ. σοφιστῶν Th. 3.38; one who contemplates, τἀληθοῦς Arist.EN1098a31.
German (Pape)
[Seite 1190] ὁ, Zuschauer; Eur. Ion 301; Ar. Nubb. 575; Thuc. 3, 38; übertr., τοῦ ἀληθοῦς Arist. eth. 1, 7; ion. θεητής, Her. 3, 139.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui contemple.
Étymologie: θεάομαι.
Russian (Dvoretsky)
θεᾱτής: ион. θεητής, οῦ ὁ
1 досл. зритель, тж. свидетель, слушатель Eur., Arph., Arst.: θεαταὶ σοφιστῶν Thuc. слушатели софистических диспутов;
2 обозреватель (τῆς χώρης Her.);
3 созерцатель (τοῦ ἀληθοῦς Arst.; τῆς ἀρετῆς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτής: Ἰων. θεητής, ὁ, (θεάομαι) ὁ θεώμενος, Ἡρόδ. 3. 139, Εὐρ. Ἴωνι 301, Ἀριστοφ. Νεφ. 575, κ. ἀλλ.· θ. σοφιστῶν Θουκ. 3. 38· θ. τοῦ ἀληθοῦς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 19· - θεατήρ, Φώτ.
Greek Monolingual
ο (Α θεατὴς, ιων. τ. θεητὴς) θεώμαι
1. αυτός που θεάται, αυτός που παρατηρεί κάτι με ενδιαφέρον ή πηγαίνει να δει κάτι, ο παρατηρητής («θεατὴς τῆς χώρης», Ηρόδ.)
2. αυτός που παρακολουθεί παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμα
νεοελλ.
ο αμέτοχος και απαθής παρατηρητής μιας ενέργειας ή ενός γεγονότος («παρέμεινα απαθής θεατής της λογομαχίας»
αρχ.
αυτός που ερευνά, που εξετάζει με ενδιαφέρον («θεατὴς τἀληθοῦς», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
θεᾱτής: Ιων. θεητής, ὁ (θεάομαι), αυτός που παρατηρεί, ο θεατής, σε Ηρόδ., Ευρ., κ.λπ.
Middle Liddell
θεάομαι
one who sees, a spectator, Hdt., Eur., etc.