ἀριστοκρατικός
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
English (LSJ)
ή, όν,
A aristocratic, aristocratical, Pl.R.587d; ἀ. πολιτεία Arist.Pol.1288a21, 1265b33 (Comp.); κοινωνία, of man and wife, Id.EN1160b32; παῖς Cic.Att.2.15.4 (Sup.). Adv. ἀριστοκρατικῶς = aristocratically, Arist.Pol.1300a41, 1317a6, Cic.Att.2.3.4, Str.10.1.8.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1aristocrático de instituciones πολιτεία Arist.Pol.1278a19, 1288a21, πλῆθος op. βασιλευτόν, πολιτικόν Arist.Pol.1288a7, dif. de oligárquico, Plb.6.3.11, 8.1, 10.4
•τὸ δίκαιον τοὶ μὲν ἀριστοκρατικὸν τοὶ δὲ δημοκρατικὸν τοὶ δὲ ὀλιγαρχικὸν ποιοῦντι el derecho, unos lo hacen acomodado al régimen aristocrático, otros al democrático, otros al oligárquico Ps.Archyt.Pyth.Hell.34.4, συνεδρίαι Plu.2.714b, cf. D.H.6.65, Plot.4.4.17
•subst. ἡ ἀ. (βασιλεία): ἀνδρὸς δὲ καὶ γυναικὸς ἀριστοκρατικὴ φαίνεται el matrimonio parece un régimen de tipo aristocrático Arist.EN 1160b32.
2 aristócrata, noble Pl.R.587d, Σερουίλιος δ' ἀνὴρ ἀ. Plu.2.203e, cf. Aem.38, Cic.Att.35.4.
II adv. -ῶς
1 según régimen aristocrático διοικοῦνται δ' ἀ. οἱ Μασσαλιῶται los masaliotas tienen por régimen político la constitución aristocrática Str.4.1.5, cf. 10.1.8, ἂν ... ᾖ ... τὰ ... περὶ τὰ δικαστήρια ἀ. si la organización de los tribunales es según el régimen aristocrático Arist.Pol.1317a6.
2 excelentemente, multa sunt scripta ἀ. Cic.Att.23.4.
German (Pape)
[Seite 352] ή, όν, zur Herrschaft der Vornehmen gehörig, der Aristokratie geneigt, Plat. Rep. IX, 587 d; Arist. Pol. 3, 11. – Adv., Cic. Att. 1, 14.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
aristocratique.
Étymologie: ἀριστοκρατία.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστοκρᾰτικός:
1 аристократический (πολιτεία Plat., Arst., Plut.);
2 принадлежащий к партии аристократов или (в Риме) оптиматов (ἀνήρ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστοκρᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἀριστοκρατίαν ἢ ὁ κλίνων πρὸς αὐτήν, Πλάτ. Πολ. 587D· ἀρ. πολιτεία (πρβλ. ἀριστοκρατία ΙΙ.), Ἀριστ. Πολ. 2. 6. 16, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς αὐτόθι 4. 15, 20., 6. 1, 4.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀριστοκρατικός, -ή, -όν) αριστοκρατία
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει στη τάξη των ευγενών, ευπατρίδης, αριστοκράτης
2. ο οπαδός του αριστοκρατικού πολιτεύματος
3. αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε αριστοκράτες
4. αυτός που αναφέρεται σε άτομα αριστοκρατικής καταγωγής ή κατ' επέκταση σε άτομα που ανήκουν σε πλούσια οικογένεια
αρχ.
ο σχετικός με την τάξη των αριστοκρατών ή το πολίτευμα της αριστοκρατίας.
Greek Monotonic
ἀριστοκρᾰτικός: -ή, -όν, αριστοκρατικός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[from ἀριστοκρατέομαι
aristocratical, Plat.