ἡμίκυκλος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον, v. ἡμικύκλιος.
German (Pape)
[Seite 1168] = ἡμικύκλιος, ἑλιγμός Heliod. 8, 14 u. a. Sp.; obwohl Schäfer zum Schol. Ap. Rh. a. a. O. das Wort verwirft.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de forme semi-circulaire.
Étymologie: ἡμι-, κύκλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίκῠκλος: -ον, ἴδε ἐν λ. ἡμικύκλιος,
Greek Monolingual
ἡμίκυκλος, -ον (Α)
ημικύκλιος, ημικυκλικός.