ἱεροφαντία
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
ἡ, office of hierophant, Plu.Alc.34, Luc.Alex.38 (pl.), Theo Sm.p.15 H.
German (Pape)
[Seite 1243] ἡ, das Amt des Hierophanten, Plut. Alc. 34.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ministère de l'hiérophante.
Étymologie: ἱεροφάντης.
Russian (Dvoretsky)
ἱεροφαντία: ἡ тж. pl. должность или сан иерофанта Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροφαντία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἱεροφάντου, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34. 2) ἡ ἀποκάλυψις ἱερῶν πραγμάτων, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 112C, 1216C.
Greek Monolingual
ἱεροφαντία, ἡ (Α) ιεροφάντης
το αξίωμα και το έργο του ιεροφάντη.
Greek Monotonic
ἱεροφαντία: ἡ, αξίωμα του ιεροφάντη, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἱεροφαντία, ἡ, [from ἱεροφάντης
the office of hierophant, Plut.