δυσθεώρητος
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ον, A hard to observe, Arist.HA511b13; scarcely visible, τρύπημα Hero Spir.1.31, cf. Philum.Ven.15.6. II hard to understand or reduce to theory, τέχνη Ph.Bel.49.19, cf. Plb.3.31.7, Phld.Rh.1.141 S., Ph.2.84.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de verse, apenas visible τρύπημα Hero Spir.1.31, ἀστήρ Gem.3.15, δῆγμα Philum.Ven.15.6, de la lengua del elefante, Ar.Byz.Epit.2.71, del bazo de la codorniz, Alex.Mynd.15W., cf. Ar.Byz.Epit.2.439, Ps.Callisth.1.46Γ (p.98), Dsc.4.133, Gal.2.398, 5.613, Basil.M.30.333C
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad de observación Arist.HA 511b13.
2 desagradable a la vista πληγὴ ἀνίατός τε καὶ δ. Gr.Naz.M.35.1100D, glos. a δυσθέατος Sch.A.Th.978e.
3 difícil de entender ἡ τοῦ προειρημένου φύσις Plb.9.24.2, cf. 3.31.7, Ph.1.471, διαφορά Plu.Comp.Phil.Flam.3, αἰτία Plu.2.690f, μάθησις Plu.2.1020b, ὁ μὲν γὰρ χρόνος δυσθεώρητόν τι ἐστίν S.E.M.10.180, cf. Plu.2.1043a, Alex.Aphr.in Metaph.142.4, Febr.5.3, Iambl.VP 182, neutr. plu. subst., Phld.Rh.2.263Aur., Ph.2.84, Plu.2.718c, Eutoc.in Sph.Cyl.12
•difícil de reducir a teoría τέχνη Ph.Bel.49.19
•de difícil investigación ἡ περὶ πυρετῶν θεωρία por sus complejidad, Alex.Aphr.Febr.1.3.
German (Pape)
[Seite 681] schwer zu untersuchen, zu betrachten; Arist. H. A. 3, 2; Pol. 17, 13 u. sonst; Plut. S. N. V. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à examiner, à reconnaître.
Étymologie: δυσ-, θεωρέω.
Russian (Dvoretsky)
δυσθεώρητος: с трудом поддающийся рассмотрению, трудный для изучения или выяснения (ἡ τοῦ αἵματος φύσις Arst.; ἡ ἑκάστου προαίρεσις Polyb.; αἰτία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσθεώρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ θεωρήσῃ τις ἢ ἐννοήσῃ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 2, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσθεώρητος, -ον)
εκείνος, τον οποίο δύσκολα μπορεί να δει κανείς σε όλη του την έκταση («χαῑρε βάθος δυσθεώρητον», Ακάθιστος Ύμνος)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή διορθώνεται («δυσθεώρητα χειρόγραφα», «δυσθεώρητοι λογαριασμοί»)
αρχ.
δυσνόητος.