τυφήρης

From LSJ
Revision as of 18:43, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυφήρης Medium diacritics: τυφήρης Low diacritics: τυφήρης Capitals: ΤΥΦΗΡΗΣ
Transliteration A: typhḗrēs Transliteration B: typhērēs Transliteration C: tyfiris Beta Code: tufh/rhs

English (LSJ)

ες, made from τύφη, λύχνος AP6.249 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1165] ες, in Brand gesetzt, angezündet, brennend, λύχνος Antip. Thess. 13 (VI, 249).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui est en feu, qui brûle.
Étymologie: τῦφος, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

τῡφήρης: зажженный, горящий (λύχνος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τῡφήρης: -ες, πεποιημένος ἐκ τύφης· λύχνος Ἀνθ. Π. 6. 249.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
1. κατασκευασμένος από τύφη
2. φρ. «λύχνος τυφήρης» — λύχνος αναμμένος, λυχνάρι που καίει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύφη (Ι) ή από το ρ. τύφομαι + κατάλ. -ήρης (πρβλ. ποδ-ήρης)].

Greek Monotonic

τῡφήρης: -ες, ὁ, κατασκευασμένος από τύφη, σε Ανθ.

Middle Liddell

τῡφ-ήρης, ες [from τύφη
made from τύφη, Anth.