ὑπηρέτημα
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ατος, τό, service rendered, Antipho 1.15, Pl.Alc.1.106b, Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8; ποδῶν ὑ. feet that serve one, S.El.1358.
German (Pape)
[Seite 1206] τό, der geleistete Handdienst, Dienst, Beitand; Soph. El. 1350; Antiph. 1, 15; Plat. Euthyd. 282 b; Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
service, bon office, assistance.
Étymologie: ὑπηρετέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπηρέτημα: ατος τό услуга, содействие, помощь Plat., Plut.: ἥδιστον ποδῶν ὑ. Soph. великая услуга, оказанная прибытием.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπηρέτημα: τό, ἡ γενομένη ὑπηρεσία, Λατ. officium, Ἀντιφῶν 113. 10, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 106Β, κ. ἀλλ.· ποδῶν ὑπ. Σοφ. Ἠλ. 1358.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α ὑπηρετῶ
υπηρεσία που προσφέρεται σε κάποιον.
Greek Monotonic
ὑπηρέτημα: -ατος, τό, προσφερομένη υπηρεσία, υπηρεσία, σε Πλάτ.· ποδῶν ὑπηρέτημα, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὑπηρέτημα, ατος, τό,
service rendered, service, Plat.; ποδῶν ὑπ. feet that serve one, Soph.