δύσθρους

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
c. δύσθροος.

Greek Monolingual

δύσθρους, -ουν και δύσθροος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί άσχημα ή δυσάρεστα.

Middle Liddell

δύσ-θρους, ουν
ill-sounding, Aesch. to be dispirited, to despond, Hhymn.

Translations