ὑράξ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
Adv. promiscuously, Hsch.; Aeol. ὔρραξ Theognost. Can. 23, interpol. in Suid. ὕργα· πτύον, Theognost.Can.23: cf. ὕριγγα.
Greek (Liddell-Scott)
ὑράξ: ἐπίρρ., «μίγδην, ἀναμὶξ» Ἡσύχ.: Αἰολ. ὕρραξ Θεογνώστου Κανόνες σ. 23, Σουΐδ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 77. (Πρβλ. σύρω, φύρω).
Greek Monolingual
και αιολ. τ. ὔρραξ Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «μίγδην, ἀναμείξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ. με κατάλ. -άξ (πρβλ. εὐράξ, πατάξ). Η λ. θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί άλλος τ. του εὐράξ, ενώ η σύνδεση με τον τ. ὕραξ «τρωκτικόμορφο θηλαστικό» δεν θεωρείται πιθανή].
German (Pape)
adv., vermischt, untereinander, Hesych. und Suid. (von σύρω od. φύρω abgeleitet).