ξενοδόχος

From LSJ
Revision as of 10:30, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδόχος Medium diacritics: ξενοδόχος Low diacritics: ξενοδόχος Capitals: ΞΕΝΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: xenodóchos Transliteration B: xenodochos Transliteration C: ksenodochos Beta Code: cenodo/xos

English (LSJ)

v. ξενοδόκος.

German (Pape)

[Seite 277] = ξενοδόκος, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui accueille les étrangers, hospitalier.
Étymologie: ξένος, δέχομαι.

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ ξενοδόχος)
(νεοελλ.-μσν.) ιδιοκτήτης ή διευθυντής ξενοδοχείου
αρχ.
αυτός που περιποιείται τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. νεκροδόχος].

Mantoulidis Etymological

καί ξενοδόκος Ἀπό τό ξένος + δέχομαι.
Παράγωγα: ξενοδοκῶ (=φιλοξενῶ), ξενοδοχεῖον, ξενοδοχία, ξενοδοχικός, ξενοδόχημα. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα δέχομαι, καθώς καί στή λέξη ξένος.