κοσμήτωρ

From LSJ
Revision as of 08:20, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμήτωρ Medium diacritics: κοσμήτωρ Low diacritics: κοσμήτωρ Capitals: ΚΟΣΜΗΤΩΡ
Transliteration A: kosmḗtōr Transliteration B: kosmētōr Transliteration C: kosmitor Beta Code: kosmh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, poet. for κοσμητής (in late Prose, Jul.Gal.49 e), A one who marshals an army, commander, leader, Ἀτρεΐδα… δύω, κοσμήτορε λαῶν Il.1.16, 375; δοιὼ… κοσμήτορε λαῶν 3.236; ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λ. Od.18.152; guide, director, παιδός A.R.1.194. 2 one who adorns, ἡρώων κ. Ὅμηρον Epigr. ap. Arist.Fr.76. 3 = κοσμητής 1.2, IG3.740, al.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
ordonnateur ; chef.
Étymologie: κοσμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμήτωρ -ορος, ὁ [κοσμέω] aanvoerder, leider.

German (Pape)

ορος, ὁ, = κοσμητήρ; die Atriden Agamemnon und. Menelaus heißen κοσμήτορε λαῶν, Il. 1.16, 375, 3.236, die Ordner der Kriegsscharen, die Herrscher; Od. 18.152; auch παιδός, Leiter, Ap.Rh. 1.194.

Russian (Dvoretsky)

κοσμήτωρ: ορος ὁ вождь, предводитель, руководитель (λαῶν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

κοσμήτωρ: -ορος, ὁ ποιητ. ἀντὶ κοσμητής, ὁ παρατάττων στρατόν, ἢ ἄγων αὐτὸν εἰς πόλεμον, ἡγεμών, Ἀτρείδα... δύω, κοσμήτορε λαῶν Ἰλ. Α. 16, 375· δοιώ... κοσμήτορε λαῶν Γ. 236· ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λαῶν Ὀδ. Σ. 152· ὁδηγός, διευθυντής, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 194. 2) κοσμητὴς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 950, 953, 959, ἀλλ.

English (Autenrieth)

ορος: marshaller, in Il. always κοσμήτορε λᾶῶν, of the Atrīdae and the Dioscūri; sing., Od. 18.152.

English (Slater)

κοσμήτωρ marshal Φρυγίας κοσμήτορα μάχας sc.? Ὅμηρον ?fr. 347.

Greek Monolingual

κοσμήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
βλ. κοσμήτορας.

Greek Monotonic

κοσμήτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. αντί κοσμητής, αυτός που διατάσσει το στράτευμα, διοικητής, αρχιστράτηγος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

κοσμήτωρ, ορος, [poetic for κοσμητής
one who marshals an army, a commander, Hom.

Mantoulidis Etymological

(=ἀρχηγός). Ἀπό τό κοσμῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.