παππῷος Search Google

From LSJ
Revision as of 15:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παππῷος Medium diacritics: παππῷος Low diacritics: παππώος Capitals: ΠΑΠΠΩΟΣ
Transliteration A: pappō̂ios Transliteration B: pappōos Transliteration C: pappoos Beta Code: pappw=|os

English (LSJ)

α, ον, = παππικός, βίος Ar.Av.1452; ὄνομα Pl.La.179a, etc.; ἔρανος ὁ λεγόμενος π. the socalled ancestral fund, i. e. the fund contributed by your grandfathers, Ar.Lys.653; τὰν π. προξενίαν Schwyzer 334.6 (Delph., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 466] = παππικός; βίος, Ar. Av. 1452; Lys. 653; ὄνομα, Plat. Lach. 179 a; Is. 3, 50; δόξα, Dem. 10, 73 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne le grand père, d'aïeul ou d'aïeux.
Étymologie: πάππος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παππῷος -α -ον [πάππος] van de grootvader, van de voorouders:. παππῴα... δόξα roem van jouw grootvader Dem. 10.73; π. ἔρανος voorvaderlijke erfenis Aristoph. Lys. 653.

Russian (Dvoretsky)

παππῷος:
1 (пра)дедовский (βίος Arph.): παππῷον ὄνομα Plat. имя деда;
2 установленный предками (ἔρανος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

παππῷος: -α, -ον, = παππικός, βίος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1452· ὄνομα Πλάτ. Λάχ. 179Α, κτλ.· π. ἔρανος, ἡ συνεισφορά, ἣν ὥρισαν οἱ πάπποι ἡμῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 653, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ γεγονὸς τὸ μνημονευόμενον παρὰ Θουκ. 1. 96.

Greek Monolingual

-ῴα, -ον, Α
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παππού («παππῷον ὄνομα», Πλάτ.)
2. φρ. «ἔρανος παππῷος» — συνεισφορά που ορίστηκε από τους πάππους, από τους προγόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + κατάλ. -ῷος (πρβλ. μητρώος)].

Greek Monotonic

παππῷος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τους παππούδες κάποιου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

παππῷος, η, ον
of or from one's grand-fathers, Ar.

English (Woodhouse)

of a grandfather

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)