πεντάρα
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek Monolingual
η
1. χάλκινο ή μεταλλικό νόμισμα αξίας πέντε λεπτών, το οποίο χρησιμοποιούσαν παλαιότερα και ισοδυναμούσε με το 1/20 της δραχμής ή με μισή δεκάρα
2. το κοκάλινο ορθογώνιο πούλι του ντόμινου που φέρει το κάθε μισό του ανά πέντε στίγματα, διπλό πέντε
3. ομάδα ή σύνολο από πέντε ομοειδή αντικείμενα, πεντάδα
4. στρατ. ονομασία πειθαρχικής φυλάκισης που διαρκεί πέντε ημέρες
5. φρ. α) «δεν αξίζει μια πεντάρα» — ή «δεν αξίζει πεντάρα»
(για πρόσ. ή πράγματα) είναι εντελώς ασήμαντος, μηδαμινής αξίας
β) «δεν έχω πεντάρα» — δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι αδέκαρος
γ) «δεν δίνω πεντάρα» — αδιαφορώ τελείως
δ) «μιας πεντάρας δουλειά δεν είναι άξιος να κάνει» — είναι εντελώς ανίκανος να φέρει σε πέρας κάτι
6. στον πληθ. πεντάρες
(σε παιχνίδι) η περίπτωση κατά την οποία και τα δύο ζάρια δείχνουν τον αριθμό πέντε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε + κατάλ. -άρα (πρβλ. δεκάρα)].