φθόριμος
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
η, ον, A destructive, Man.2.346. II perishable, τὸ φ. τῶν σωμάτων Herm. ap. Stob.1.49.44.
German (Pape)
[Seite 1273] 1) akt., verderblich, Maneth. 2, 346. – 2) neutr., vergänglich, Stob. ecl. phys. p. 980.
Greek (Liddell-Scott)
φθόρῐμος: -η, -ον, καταστρεπτικός, φθόριμος ὑγρῶν Μανέθων 2. 346. ΙΙ. φθαρτός, δυνάμενος νὰ καταστραφῇ, Στοβ. Ἐκκλ. 1. 980.
Greek Monolingual
-ίμη, -ον, Α
1. ολέθριος, καταστρεπτικός
2. αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά (ή φθόρος) + κατάλ. -ιμος (πρβλ. νόστιμος)].
Translations
perishable
Catalan: perible; Dutch: beperkt houdbaar, bederfelijk; Finnish: pilaantuva; French: périssable; German: verderblich, leichtverderblich, vergänglich, kurzlebig, begrenzt haltbar; Greek: φθαρτός; Ancient Greek: ἐπίκαρος, ἐπικήριος, ἐπίκηρος, εὔφθαρτος, φθαρτός, φθίδιος, φθόριμος; Gothic: 𐍂𐌹𐌿𐍂𐌴𐌹𐍃; Hungarian: romlandó; Italian: deperibile; Manx: çherraghtagh; Marathi: नाशिवंत; Norwegian: lettbedervelig; Portuguese: perecível; Spanish: perecedero, caduco, efímero