δεκέτης
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
δεκέτου, ὁ,
A lasting ten years, χρόνος S.Ph.715 (lyr.), Pl.Lg.682d; δεκέτεις ἀλάληντο for a space of ten years, E.Andr.306 (lyr.): fem. δεκέτις, ιδος, παιδοποιΐα Pl.Lg.784b; προστασία D.C.56.28.
II ten years old, fem. δεκέτις Ar.Lys.644.
Spanish (DGE)
-ες
• Alolema(s): δεχ- ICr.2.10.19.8 (Cidonia II a.C.); δεκετής Poll.1.54
1 que dura diez años χρόνος S.Ph.715, D.C.54.12.4, μόχθοι E.Andr.306, πόλεμος Th.5.25, Aeschin.3.148, AP 9.192 (Antiphil.), 9.289 (Loll.), Lib.Or.15.2, (σπονδαί) Ar.Ach.191.
2 de diez años de edad, Pl.Ti.21a, epigr. en ICr.l.c., Poll.l.c., τρίς δ. de treinta años, IPrusa 1026.5 (II d.C.?), cf. δεκαετής.
German (Pape)
[Seite 543] ὁ, zehnjährig, zehn Jahr alt, Plat. Tim. 21 b; ebenso δεκέτης, ες, od. δεκετής, z. B. χρόνῳ δεκέτει Legg. III, 682 d; Soph. Phil. 715; πόνοι δεκέτεις Eur. Andr. 307.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 qui dure 10 ans;
2 qui dure depuis 10 ans.
Étymologie: δέκα, ἔτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκέτης -ες en f. δεκέτις [δέκα, ἔτος] van tien jaar: tien jaar durend, tien jaar oud; pred.: δεκέτεις ἀλάληντο νέοι tien jaar lang zwierven jongemannen rond Eur. Andr. 306.
Russian (Dvoretsky)
δεκέτης: Soph., Eur., Plat. = δεκαετής.
Greek Monolingual
δεκέτης, ο (θηλ. δεκέτις, η) (Α)
ο δεκαετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ετης < έτος (πρβλ. τριετής)].
Greek Monotonic
δεκέτης: -ου, ὁ (ἔτος),
I. αυτός που διαρκεί δέκα χρόνια, σε Σοφ., Πλάτ.
II. αυτός που βρίσκεται σε ηλικία δέκα χρόνων, σε Ευρ.· θηλ. δεκέτις, -ιδος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
δεκέτης: -ου, ὁ, ὁ διαρκῶν δέκα ἔτη, χρόνος Σοφ. Φ. 715, Πλάτ. Νόμ. 682D· θηλ. δεκέτις, Παυσ. 4. 13, 7. ΙΙ. ἔχων ἡλικίαν δέκα ἐτῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 307· θηλ. δεκέτις, ιδος, Ἀριστοφ. Λυσ. 644, Πλάτ. Νόμ. 784Β. – Πρβλ. δεκαέτης.
Middle Liddell
ἔτος
I. lasting ten years, Soph., Plat.
II. ten years old, Eur.: fem. δεκέτις, ιδος, Plat.