πρώ
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
or πρῴ, πρῳαίτερον, πρῳαίτατα, v. πρωΐ. πρωγγυεύω, πρύτανος, v. προεγγυεύω, -ος. *πρώειρα, v. πρῷρα. πρῳζός, v. πρωϊζός. πρωή, ἡ,= Lat. mane, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 802] od. πρῴ, adv., att. = πρωΐ; Soph. Tr. 628; Ar. Vesp. 104 Av. 129 u. oft; Andoc. 1, 38; Plat. Prot. 311 a; πρῲ ἔτι ἐστίν, Crit. 43 a, u. sonst. – S. πρωΐ.
Greek Monolingual
και πρω Α
επίρρ. (αττ. τ.) βλ. πρωί.
Greek Monotonic
πρώ: ή πρῴ, πρῳαίτερον, πρῳαίτατα, βλ. πρωΐ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρώ en πρῴ zie πρωΐ.