δαιδαλόχειρ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. χειρος, cunning of hand, AP6.204 (Leon.).
Spanish (DGE)
(δαιδᾰλόχειρ) -χειρος artista Θῆρις ὁ δ. AP 6.204 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 514] ειρος, mit kunstvollen Händen, Leon. Tar. 28 (VI, 204).
French (Bailly abrégé)
ειρος (ὁ, ἡ)
aux mains habiles.
Étymologie: δαίδαλος, χείρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαιδαλόχειρ -ειρος [δαίδαλος, χείρ] als adj. met vaardige hand.
Russian (Dvoretsky)
δαιδᾰλόχειρ: χειρος adj. искусный, умелый Anth.
Greek (Liddell-Scott)
δαιδᾰλόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἔμπειρον, ἐπιδέξιον χεῖρα, Ἀνθ. Π. 6. 204.
Greek Monolingual
δαιδαλόχειρ, ο, η (Α)
αυτός που έχει έμπειρο χέρι.
Greek Monotonic
δαιδᾰλόχειρ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει επιδεξιότητα, αυτός που έχει ικανά χέρια, δεξιοτέχνης, επιδέξιος, σε Ανθ.