τανθαρύζω

From LSJ
Revision as of 10:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τανθᾰρύζω Medium diacritics: τανθαρύζω Low diacritics: τανθαρύζω Capitals: ΤΑΝΘΑΡΥΖΩ
Transliteration A: tantharýzō Transliteration B: tantharyzō Transliteration C: tantharyzo Beta Code: tanqaru/zw

English (LSJ)

or τανθαλύζω, quiver, shake, found in the following forms: καθαρίζειν (κανθαρίζειν Ammon.Diff.p.79 V., τανθαρύζειν cj. Valckenaer) μὲν λέγουσιν οἱ Ἀττικοὶ τὸ τρέμειν, τονθορύζειν (-ίζειν Ammon.) δὲ τὸ ψιθυρίζειν καὶ γογγύζειν Ptol.Asc.p.410 H.; τανθαλύζει (ταντ- cod.)· τρέμει, Δωριεῖς, οἱ δὲ σπαίρει, Hsch.; ἐτανθόριζον· ἔτρεμον, Id.; ταονθορύζειν· τρέμειν, Phot., Suid. (cf. ἐκτανθαρύζω, τανταλίζω, παμφαλύζω, τοιθορύσσω): hence τανθαρύκτρια, cj. Valckenaer for τοιθορύκτρια (q.v.): τανθαρυστὸς ὅρμος a necklace quivering with suspended gems, Theopomp.Com.95.

German (Pape)

[Seite 1067] zittern, erzittern, erbeben, VLL., welche auch die Formen τανθαλύζω u. κανθαρίζω haben. Vgl. τανταλίζω u. τονθορύζω.

Greek (Liddell-Scott)

τανθᾰρύζω: ἢ (ὡς παρ’ Ἡσυχ.) τανθαλύζω, τρέμωἀσπαίρω, ῥῆμα ἀπαντῶν μόνον παρὰ τοῖς γραμματ.· ἀλλὰ τανθαρυστὸς (ἢ -ιστὸς) ὅρμος μνημονεύεται ὑπὸ Πολυδ. (Ε΄, 98) ἐκ τοῦ Θεοπόμπου τοῦ Κωμικοῦ (ἐν Ἀδήλ. 35).

Greek Monolingual

ή τανθαλύζω και τοιθορύσσω Α
τρέμω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένοι με εκφραστικό αναδιπλασιασμό: τανθαρύζω < θαρ-θαρύζω (με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -ρ- σε -ν-και του αρκτικού -θ- σε -τ-, πρβλ. τονθορύζω). Ο τ. τοιθορύσσω έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο θορ-θορύσσω (βλ. λ. τονθορύζω) με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -ρ-σε -j- (πρβλ. μάρτυρος < μαίτυρος). 'Εχει διατυπωθεί, τέλος, η άποψη ότι τα ρ. συνδέονται με τους βαλτο-σλαβ. τ. με σημ. «τρέμω» (πρβλ. ρωσ. drognutb, λιθουαν. drugys)].

Frisk Etymology German

τανθαρύζω: {tantharúzō}
Forms: nur in ἐκτανθαρύ<ζ>ω· τρέμω H.; Auch τανθαλύζει (cod. ταντ- alphab. unrichtig)· τρέμει. Δωριεῖς. οἱ δὲ σπαίρει H.; von τανταλίζει (s. Τάνταλος) beeinflußt. Mit ο-Vokal τοιθορύσσειν· σείειν, τοιθορύκτρια· ἡ τοὺς σεισμοὺς ποιοῦσα H. Auch ἐτανθόριζον (leg. ἐτανθάρυζον?)· ἔτρεμον H. Weitere Einzelheiten bei Debrunner IF 21, 266.
Grammar: v.
Meaning: zittern
Derivative: dazu τανθαρυστοί pl. "die Zitternden", Beiw. von ὅρμοι Halsbänder (Theopomp. Kom. 95).
Etymology: Volkstümliche Wörter mit Intensivreduplikation; wie zu erwarten, ohne klare Genealogie. Eine mögliche Anknüpfung bieten einige balt.-slav. Wörter für zittern, z.B. russ. drógnutь erzittern, erbeben, dróžь f. Zittern, Schauer, lit. drugỹs m. ‘(kaltes) Fieber, Schmetterling’ (Fick BB 3, 163), s. Vasmer s. dróžь m. reicher Lit.; auch WP. 1, 873f., Pok.275.
Page 2,852