παρακοπή
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
ἡ, metaph.,
A (παρακόπτω ΙΙ) infatuation, frenzy, A.Ag. 223 (lyr.), Eu.329 (lyr.); ἔστιν ὁ γέλως παρακοπή τις καὶ ἀπάτη Arist.Pr.965a14; λύττα καὶ παρακοπή D.S.15.7, cf. Dsc.4.68; π. φρενῶν J.BJ1.25.4: pl., Demetr.Lac.Herc.1012.30, Iamb.Myst.3.25.
2 delirium, Hp. Aph.6.26: in plural, ἐνύπνια καὶ παρακοπαί Plu. 2.1123b.
German (Pape)
[Seite 484] ἡ, das Verschlagen, Verfälschen des Geldes; wohl nur übertr., Wahnsinn; Aesch. Ag. 216 Eum. 317; τῇ τοῦ προεστῶτος ἀνοίᾳ καὶ παρακοπῇ, Pol. 40, 3, 2; Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
état d'un esprit frappé, démence.
Étymologie: παρακόπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρακοπή -ῆς, ἡ [παρακόπτω] waanzin, razernij; delirium.
Russian (Dvoretsky)
παρακοπή: ἡ умопомешательство, безумие Aesch., Polyb., Plut.
Greek Monolingual
ἡ, Α παρακόπτω
1. μτφ. τρέλα, παραφροσύνη
2. πνευματική κατάπτωση, άνοια
3. στον πληθ. αἱ παρακοπαί
η παράνοια.
Greek Monotonic
παρακοπή: ἡ, μεταφ. (παρακόπτω II), παραφορά, παραφροσύνη, παράνοια, τρέλα, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
παρακοπή: ἡ, μεταφορ. (ἴδε παρακόπτω ΙΙ) παραφορά, παραφροσύνη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 223, Εὐμ. 329· παράνοια, Ἱππ. Ἀφ. 1257· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 1123Β.
Middle Liddell
παρακοπή, ἡ,
metaph. infatuation, insanity, frenzy, Aesch. παρακόπτω II]
Translations
frenzy
Armenian: կատաղություն; Bikol Central: labulabo; Bulgarian: ярост, безумие; Catalan: frenesí; Chinese Mandarin: 發狂/发狂, 狂熱/狂热; Danish: vanvid, raseri; Dutch: razernij; Finnish: vimma, kiihko, paniikki; French: frénésie; Galician: farnesía, guinada; German: Wahn, Rausch, Wut; Greek: φρενίτιδα; Ancient Greek: βακχεία, βακχίη, ἐνθουσίασις, ἐνθουσιασμός, θεοληψία, λύσσα, λύττα, οἴστρημα, οἰστρομανία, οἶστρος, παρακοπή, παραφορά, παραφορή, παροίστρησις, παρφορά, φρενιτισμός; Italian: frenesia; Japanese: 逆上; Korean: 발광(發狂), 광란(狂亂); Latin: furia; Latvian: trakums; Maori: hōkeka; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szał, amok; Portuguese: frenesi; Romanian: frenezie; Russian: неистовство, безумие, помешательство, сумасшествие; Sicilian: furia, frinisìa, sdilliriu, sbentu, smania; Spanish: frenesí, manía; Telugu: వీరావేశము; Ukrainian: шаленство, шаленість, божевілля